μαλλιαρός

μαλλιαρός
η , ό 1.
1) покрытый шерстью; 2) обросший, волосатый; 2. (ο ) мальярист (крайний димотикист)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαλλιαρός" в других словарях:

  • μαλλιαρός — ή, ό (Μ μαλλιαρός, ή, όν) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος («μαλλιαρός σκύλος») νεοελλ. ως ουσ. 1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας 2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή α) η ακραία δημοτική γλώσσα β)… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαρός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, μαλλιά, ο τριχωτός: Μάζεψα από το δρόμο ένα μαλλιαρό σκυλάκι. 2. (ειρων.), οπαδός της δημοτικής γλώσσας (από τα μακριά μαλλιά που άφηναν οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλλιαρίζω — [μαλλιαρός] είμαι οπαδός τού μαλλιαρισμού, μιμούμαι τις γλωσσικές υπερβολές τών μαλλιαρών …   Dictionary of Greek

  • υπόποκος — ον, Α ο κάπως μαλλιαρός ή ο μαλλιαρός αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου»] …   Dictionary of Greek

  • έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη …   Dictionary of Greek

  • αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] …   Dictionary of Greek

  • αδρότριχος — η, ο δασύτριχος, μαλλιαρός …   Dictionary of Greek

  • δάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Ανδρωνά, Θεοδότη, Θεόδοτο και Σεβήρο (ή Σαβίνο). Η μνήμη τους τιμάται στις 3 Νοεμβρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε με ξίφος, όπως και ο… …   Dictionary of Greek

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δασύτριχος — η, ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, ον) όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων …   Dictionary of Greek

  • εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»